Σύντομη περίληψη της Οδύσσειας.
Αφού έπεσε η Τροία, ξεκίνησαν οι Αχαιοί να επιστρέψουν στον
τόπο τους. Όμως οι θεοί επειδή δε σεβάστηκαν τους ναούς τους, θύμωσαν μαζί τους
και τους έμπλεξαν σε περιπέτειες. Ένας από τους συντρόφους ήταν και ο Οδυσσέας
ο οποίος περιπλανήθηκε για 10 χρόνια μέχρι να γυρίσει στη πατρίδα του την
Ιθάκη, έζησε δηλαδή μια Οδύσσεια.
Ο Οδυσσέας φεύγοντας πέρασε από τους Κίκονες όπου ενώ στην
αρχή τον φιλοξένησαν τελικά πάλεψε μαζί τους και έφυγε χάνοντας πολλούς από
τους συντρόφους του. Στη συνέχεια πήγε στη χώρα των Λωτοφάγων. Εκεί υπήρχαν
κάτι δέντρα που όποιος έτρωγε από τους καρπούς τους, ξέχναγε τη πατρίδα του. Ο
Οδυσσέας είπε στους συντρόφους του να μη φάνε, αλλά αυτοί δε τον άκουσαν και
έφαγαν οπότε μετά αναγκάστηκε να τους πάρει με το ζόρι μαζί του πίσω.
Συνέχισαν να
ταξιδεύουν για μέρες μέχρι που έφτασαν στο νησί των Κυκλώπων. Εκεί ζούσε ο
Κύκλωπας Πολύφημος. Αυτοί βρήκαν τη σπηλιά του και πεινασμένοι όπως ήταν
άρχισαν να τρώνε ότι έβρισκαν. Όταν γύρισε ο Πολύφημος θύμωσε που μπήκαν εκεί,
άρπαξε 2 συντρόφους και τους έφαγε, ενώ φυλάκισε τους υπόλοιπους. Τότε ο
Πολυμήχανος Οδυσσέας κατάλαβε ότι μόνο αν τον ξεγελούσαν θα του ξέφευγαν. Πήρε
ένα μυτερό κοντάρι και ένα βράδυ μέθυσε τον Πολύφημο και όταν αποκοιμήθηκε του
τύφλωσε το ένα μάτι και έτσι κατάφεραν να ξεφύγουν.
Συνέχισαν το ταξίδι τους μέχρι το νησί του Αιόλου, του
αρχηγού όλων των ανέμων. Αυτός τους έδωσε ένα σακί με όλους τους ανέμου μέσα
και τους είπε να μη το ανοίξουν μέχρι να φτάσουν. Οι σύντροφοι όμως το άνοιξαν
έξω από την Ιθάκη και ξεχύθηκαν όλοι οι άνεμοι και τους φύσηξαν ξανά μακριά από
τη πατρίδα τους. Τους πήγαν στη γη των Λαιστρυγόνων. Αυτοί ήταν κάτι ψηλοί
γίγαντες και όταν είδαν τα πλοία του Οδυσσέα άρπαξαν πέτρες και τους πέταγαν
για να τα βυθίσουν και να φάνε όσους πιάσουν. Μόνο το καράβι του Οδυσσέα
γλύτωσε.
Φεύγοντας ο Οδυσσέας οδηγήθηκε στο νησί της μάγισσας Κίρκης.
Αυτή όταν τους είδε τους έδωσε ένα μαγικό ποτό και τους μεταμόρφωσε σε
γουρούνια. Πάλι όμως ο Οδυσσέας κατάφερε να τους γλυτώσει από τη μάγισσα, η
οποία μάλιστα τους συμβούλεψε να πάνε στον Άδη να βρουν τον μάντη Τειρεσία.
Ο Οδυσσέας λοιπόν πήγε στην άκρη του ωκεανού που ήταν ο Άδης
και ο μάντης του είπε ότι δε θα γυρίσει στο νησί του, επειδή ο Ποσειδώνας έχει
θυμώσει μαζί του. Για να γλυτώσουν δε θα πρέπει να πειράξουν τα βόδια του θεού
Ήλιου όταν πάνε στο νησί του.
Φεύγοντας από εκεί ο Οδυσσέας πέρασε από το νησί των
Σειρήνων. Οι σειρήνες ήταν πανέμορφες γυναίκες που μάγευαν με το τραγούδι τους
τους ναυτικούς που περνούσαν από εκεί και όταν πλησίαζαν τους έτρωγαν. Έβαλαν
όμως κερί στα αυτιά τους και δεν άκουγαν το τραγούδι τους και έτσι τη γλύτωσαν.
Πέρασαν μετά από το στενό της Σκύλλας και της Χάρυβδης.
Αυτές ήταν 2 τέρατα που η μια ρουφούσε τα νερά της θάλασσας και έπνιγε τα
πλοία και η άλλη άρπαζε τους ναυτικούς με
τα μακριά κεφάλια της. Δυστυχώς αυτή άρπαξε 6 συντρόφους του Οδυσσέα, αλλά οι
υπόλοιποι συνέχισαν το ταξίδι τους.